• ΑΘΩΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΑΘΩΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

INFO

    Συγγραφέας: YALOM, IRVIN D.
    Εκδότης / Εταιρία: ΑΓΡΑ
    Έτος Έκδοσης: 2021
    Μήνας Έκδοσης: 11
    Σελίδες: 288
    Σχήμα: 14Χ21
    Περίληψη / Περιγραφή: Η ΒΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΑΦΗΝΕΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΗΜΑΔΙΑ και αναμνήσεις οι οποίες διαρκούν μια ολόκληρη ζωή για όσους βίωσαν το τραύμα ως παιδιά. Η Μαίριλυν Γιάλομ έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο από μακριά, στο προστατευμένο περιβάλλον του σπιτιού της στην Ουώσινγκτον. Στην πορεία της ζωής της όμως ανέπτυξε στενούς δεσμούς φιλίας με ανθρώπους που στάθηκαν λιγότερο τυχεροί, που μεγάλωσαν εν μέσω βομβαρδισμών στην Ευρώπη – στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Αγγλία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και την Ολλανδία. Στους Αθώους μάρτυρες, η Γιάλομ συλλέγει τις ιστορίες αυτών των χαρισματικών προσωπικοτήτων και δίνει τον λόγο στη φωνή μιας γενιάς που χάνεται – της τελευταίας γενιάς που θυμάται τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η μνήμη είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη : Ξεχνάει το μεγαλύτερο κομμάτι του παρελθόντος, διατηρεί ορισμένες ασήμαντες λεπτομέρειες και χρωματίζει την αλήθεια ανάλογα με τις επιθυμίες του ασυνείδητου. Εντούτοις, στο ασφαλές περιβάλλον που δημιούργησε η Μαίριλυν Γιάλομ για τους φίλους της, οι παιδικές αναμνήσεις επανέρχονται με απροσδόκητη ζωντάνια. Το επιβλητικό κολάζ μαρτυριών μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα. Στους Αθώους μάρτυρες, το τελευταίο και πιο προσωπικό της έργο στο πεδίο της πολιτισμικής Ιστορίας, η Γιάλομ εξετάζει τις μόνιμες επιπτώσεις αυτών των παιδικών βιωμάτων – και διερωτάται αν θα υποχρεώσουμε μια νέα γενιά παιδιών να περάσει τη ζωή της προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με τέτοιου είδους αναμνήσεις. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Στην αποβάθρα, ανάμεσα στο περιφερόμενο πλήθος του μισοκατεστραμμένου σιδηροδρομικού σταθμού, ο πατέρας μου έστεκε χαμογελαστός, αυτοπροσώπως, ο βασιλιάς των Λαπώνων. Είχε τηρήσει την υπόσχεσή του. Δεν γύρισε από τον πόλεμο μέσα σε ξύλινο φέρετρο. Είχε προστατέψει το διαμέρισμά μας. Είχε διώξει μακριά μας τους Ρώσους και στο εξής δεν θα τους άφηνε να εισβάλουν στη χώρα μας. Μας είχε γλιτώσει απ’ όλα τα δεινά. Επομένως, αναρωτήθηκα όταν ο πατέρας αγκάλιασε σφιχτά εμένα και την αδελφή μου, γιατί η μητέρα μου έκλαψε καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του ; « Ενάντια σε δύο εχθρούς – Η οδύσσεια μιας φινλανδικής οικογένειας » Είναι ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό του 1942, με λαμπρή λιακάδα. Οι Εβραίοι αναμένεται να αναχωρήσουν με το μεσημεριανό τραίνο. Υπεύθυνος ολόκληρης της επιχείρησης έτυχε να είναι ο πατέρας μου, ο χωροφύλακας. Καθώς πίνει τον καφέ από κριθάρι στο τραπέζι της κουζίνας, λέει στη μητέρα μου : « Είναι άδικο να το αναθέτουν σ’ εμάς ! Δεν είναι δική μας ευθύνη ! » Η μητέρα μου συγκατανεύει σιωπηλά. Όταν βγαίνω στο δρόμο, η αστυνομία έχει περικυκλώσει το εβραϊκό σχολείο. Το κόκκινο κτίριο φαντάζει ζωντανό, γεμάτο αθέατα πλάσματα. Που και που ένας ίσκιος εμφανίζεται φευγαλέα σε κάποιο παράθυρο κι αμέσως τραβιέται πίσω. Ρωτάω τη μητέρα μου. Μαγειρεύει στην κουζίνα. Χαμηλώνει τη φωτιά και, αποφεύγοντας να με κοιτάξει, λέει μετρώντας προσεκτικά τα λόγια της : Α, είναι Εβραίοι, τους μετέφεραν στη διάρκεια της νύχτας – δεν θα μείνουν πολύ, θα φύγουν με το μεσημεριανό τραίνο. [...] Εντός του 1942 ο πατέρας μου αποφάσισε να γίνει αξιωματικός των Ες Ες. « Ένα παιδί μεγαλώνει στο περιβάλλον των Ναζί » Μετά την αχλαδιά, τραβήξαμε γραμμή προς τις πάπιες. Το χώμα ήταν βρεγμένο και ολισθηρό, επειδή οι πάπιες τίναζαν μονίμως έξω τα νερά της λιμνούλας. Σκάψαμε έναν ακόμα λάκκο, τον οποίο δεν θα ξανανοίγαμε. Οι πάπιες ξύπνησαν και βάλθηκαν να φτεροκοπούν. Η μητέρα μου έριξε μέσα στο λάκκο την κομματική της ταυτότητα, την κομματική ταυτότητα της Ίλζε και κατόπιν του πατέρα μου. Ακολούθησαν οι κονκάρδες του Κόμματος με το έμβλημα των Ες Ες, όλα τα παράσημα του πατέρα μου με τις σβάστικες, ακόμα και οι επωμίδες του, και τέλος ένα όπλο μικρού διαμετρήματος που είχαμε φυλαγμένο στο συρτάρι του πατέρα μου. Στη συνέχεια σκεπάσαμε το Τρίτο Ράιχ. Πατήσαμε καλά το χώμα από πάνω, ενόσω η νύχτα έστελνε πύρινα σινιάλα, αστράφτοντας και βροντώντας, και οι σφαίρες των Αμερικανών σφύριζαν στον σκοτεινό ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Έπειτα ανεβήκαμε τρέχοντας στο διαμέρισμά μας και δέσαμε ένα άσπρο σεντόνι στον ιστό της σημαίας. « Ένα παιδί μεγαλώνει στο περιβάλλον των Ναζί » Οι καταραμένοι, οι σατανικοί Γερμανοί κατέστρεψαν το κομμάτι της πόλης στο οποίο ζούσαμε. Αν βρισκόμαστε πενήντα μέτρα πιο μακριά, ίσως θα είχαμε σκοτωθεί κι εμείς. Αυτό πίστευα σχεδόν σε όλη τη ζωή μου, σκεπτόμενος τη στυγνή βαρβαρότητα των Γερμανών εισβολέων. Ώσπου, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, επισκεφτήκαμε με τις αδελφές μου τη χορταριασμένη έκταση –ήταν ακόμα περιφραγμένη με αγκαθωτό σύρμα– όπου είχε διαδραματιστεί το περιστατικό. Και τότε έμαθα ότι τα αεροπλάνα που είχαν βομβαρδίσει εκείνο το κομμάτι της πόλης μας ήταν βρετανικά ! Επρόκειτο για ένα βομβαρδισμό που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη απώλεια σε αμάχους στη Χάγη στη διάρκεια του πολέμου. Σε μια ανώφελη προσπάθεια να δημιουργήσουν αμυντική περίμετρο κατά των εισβολέων, οι Βρετανοί είχαν αφανίσει την περιοχή και όσους κατοικούσαν εκεί. « Όταν μιλάει η μνήμη – Ολλανδία » Εμείς είχαμε συνηθίσει προ πολλού τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που είχαν ξεκινήσει από το 1940. Η Ρουέν, η πλησιέστερη μεγάλη πόλη, είχε καταστρα-φει σταδιακά από τις εμπρηστικές βόμβες που, κατά κανόνα, έπεφταν νύχτα. Οι Αμερικανοί έριχναν τις βόμβες τους από τόσο ψηλά ώστε σπανίως πετύχαιναν τον προκαθορισμένο στόχο τους –τις μεγάλες γέφυρες του Σηκουάνα η τους σιδηροδρομικούς σταθμούς– και ισοπέδωναν σχεδόν τα πάντα ολόγυρα. « Υπό γερμανική κατοχή – Οι άγριοι χειμώνες της Νορμανδίας » Οι συμμετέχοντες στην Αντίσταση, οι francs-tireurs, οι μακί, οι παρτιζάνοι του Georges Guingouin, « οι αντιστασιακοί της τελευταίας στιγμής », αναζητούσαν «συνεργάτες », « οπαδούς της κυβέρνησης του Βισύ», «μαυραγορίτες» για να πάρουν εκδίκηση. Ο αριθμός των αυθαίρετων συλλήψεων, των εκτελέσεων με συνοπτικές διαδικασίες, των φυλακισμένων γυναικών, των γυναικών που τους ξύριζαν το κεφάλι, των γυναικών που βιάζονταν με τον πιο κτηνώδη τρόπο, εξακολουθούσε να αυξάνεται. Στο πλαίσιο αυτής της « κάθαρσης », οι γυναίκες, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν τα εξιλαστήρια θύματα. Έπρεπε να πληρώσουν, όχι μόνο για τις δικές τους αμαρτίες αλλά και για τις αμαρτίες των αντρών. Αμαρτίες αναμφίβολα που αξίζει να συγχωρεθούν σε σύγκριση με όσα είχαν διαπράξει οι άντρες. « Αντίσταση – Μέσα στην “ελεύθερη ζώνη” της Γαλλίας »
    ISBN 13 ψηφία: 9789605055141
    ISBN: 9605055141
  • - Κωδικός Προϊόντος: 978960505514
  • Διαθεσιμότητα: Άμεσα Διαθέσιμο

17,50€ 15,75€
Χωρίς ΦΠΑ: 14,86€
Ποσότ.
Η ΒΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΑΦΗΝΕΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΗΜΑΔΙΑ και αναμνήσεις οι οποίες διαρκούν μια ολόκληρη ζωή για όσους βίωσαν το τραύμα ως παιδιά. Η Μαίριλυν Γιάλομ έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο από μακριά, στο προστατευμένο περιβάλλον του σπιτιού της στην Ουώσινγκτον. Στην πορεία της ζωής της όμως ανέπτυξε στενούς δεσμούς φιλίας με ανθρώπους που στάθηκαν λιγότερο τυχεροί, που μεγάλωσαν εν μέσω βομβαρδισμών στην Ευρώπη – στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Αγγλία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και την Ολλανδία. Στους Αθώους μάρτυρες, η Γιάλομ συλλέγει τις ιστορίες αυτών των χαρισματικών προσωπικοτήτων και δίνει τον λόγο στη φωνή μιας γενιάς που χάνεται – της τελευταίας γενιάς που θυμάται τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η μνήμη είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη : Ξεχνάει το μεγαλύτερο κομμάτι του παρελθόντος, διατηρεί ορισμένες ασήμαντες λεπτομέρειες και χρωματίζει την αλήθεια ανάλογα με τις επιθυμίες του ασυνείδητου. Εντούτοις, στο ασφαλές περιβάλλον που δημιούργησε η Μαίριλυν Γιάλομ για τους φίλους της, οι παιδικές αναμνήσεις επανέρχονται με απροσδόκητη ζωντάνια. Το επιβλητικό κολάζ μαρτυριών μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα. Στους Αθώους μάρτυρες, το τελευταίο και πιο προσωπικό της έργο στο πεδίο της πολιτισμικής Ιστορίας, η Γιάλομ εξετάζει τις μόνιμες επιπτώσεις αυτών των παιδικών βιωμάτων – και διερωτάται αν θα υποχρεώσουμε μια νέα γενιά παιδιών να περάσει τη ζωή της προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με τέτοιου είδους αναμνήσεις. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Στην αποβάθρα, ανάμεσα στο περιφερόμενο πλήθος του μισοκατεστραμμένου σιδηροδρομικού σταθμού, ο πατέρας μου έστεκε χαμογελαστός, αυτοπροσώπως, ο βασιλιάς των Λαπώνων. Είχε τηρήσει την υπόσχεσή του. Δεν γύρισε από τον πόλεμο μέσα σε ξύλινο φέρετρο. Είχε προστατέψει το διαμέρισμά μας. Είχε διώξει μακριά μας τους Ρώσους και στο εξής δεν θα τους άφηνε να εισβάλουν στη χώρα μας. Μας είχε γλιτώσει απ’ όλα τα δεινά. Επομένως, αναρωτήθηκα όταν ο πατέρας αγκάλιασε σφιχτά εμένα και την αδελφή μου, γιατί η μητέρα μου έκλαψε καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του ; « Ενάντια σε δύο εχθρούς – Η οδύσσεια μιας φινλανδικής οικογένειας » Είναι ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό του 1942, με λαμπρή λιακάδα. Οι Εβραίοι αναμένεται να αναχωρήσουν με το μεσημεριανό τραίνο. Υπεύθυνος ολόκληρης της επιχείρησης έτυχε να είναι ο πατέρας μου, ο χωροφύλακας. Καθώς πίνει τον καφέ από κριθάρι στο τραπέζι της κουζίνας, λέει στη μητέρα μου : « Είναι άδικο να το αναθέτουν σ’ εμάς ! Δεν είναι δική μας ευθύνη ! » Η μητέρα μου συγκατανεύει σιωπηλά. Όταν βγαίνω στο δρόμο, η αστυνομία έχει περικυκλώσει το εβραϊκό σχολείο. Το κόκκινο κτίριο φαντάζει ζωντανό, γεμάτο αθέατα πλάσματα. Που και που ένας ίσκιος εμφανίζεται φευγαλέα σε κάποιο παράθυρο κι αμέσως τραβιέται πίσω. Ρωτάω τη μητέρα μου. Μαγειρεύει στην κουζίνα. Χαμηλώνει τη φωτιά και, αποφεύγοντας να με κοιτάξει, λέει μετρώντας προσεκτικά τα λόγια της : Α, είναι Εβραίοι, τους μετέφεραν στη διάρκεια της νύχτας – δεν θα μείνουν πολύ, θα φύγουν με το μεσημεριανό τραίνο. [...] Εντός του 1942 ο πατέρας μου αποφάσισε να γίνει αξιωματικός των Ες Ες. « Ένα παιδί μεγαλώνει στο περιβάλλον των Ναζί » Μετά την αχλαδιά, τραβήξαμε γραμμή προς τις πάπιες. Το χώμα ήταν βρεγμένο και ολισθηρό, επειδή οι πάπιες τίναζαν μονίμως έξω τα νερά της λιμνούλας. Σκάψαμε έναν ακόμα λάκκο, τον οποίο δεν θα ξανανοίγαμε. Οι πάπιες ξύπνησαν και βάλθηκαν να φτεροκοπούν. Η μητέρα μου έριξε μέσα στο λάκκο την κομματική της ταυτότητα, την κομματική ταυτότητα της Ίλζε και κατόπιν του πατέρα μου. Ακολούθησαν οι κονκάρδες του Κόμματος με το έμβλημα των Ες Ες, όλα τα παράσημα του πατέρα μου με τις σβάστικες, ακόμα και οι επωμίδες του, και τέλος ένα όπλο μικρού διαμετρήματος που είχαμε φυλαγμένο στο συρτάρι του πατέρα μου. Στη συνέχεια σκεπάσαμε το Τρίτο Ράιχ. Πατήσαμε καλά το χώμα από πάνω, ενόσω η νύχτα έστελνε πύρινα σινιάλα, αστράφτοντας και βροντώντας, και οι σφαίρες των Αμερικανών σφύριζαν στον σκοτεινό ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Έπειτα ανεβήκαμε τρέχοντας στο διαμέρισμά μας και δέσαμε ένα άσπρο σεντόνι στον ιστό της σημαίας. « Ένα παιδί μεγαλώνει στο περιβάλλον των Ναζί » Οι καταραμένοι, οι σατανικοί Γερμανοί κατέστρεψαν το κομμάτι της πόλης στο οποίο ζούσαμε. Αν βρισκόμαστε πενήντα μέτρα πιο μακριά, ίσως θα είχαμε σκοτωθεί κι εμείς. Αυτό πίστευα σχεδόν σε όλη τη ζωή μου, σκεπτόμενος τη στυγνή βαρβαρότητα των Γερμανών εισβολέων. Ώσπου, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, επισκεφτήκαμε με τις αδελφές μου τη χορταριασμένη έκταση –ήταν ακόμα περιφραγμένη με αγκαθωτό σύρμα– όπου είχε διαδραματιστεί το περιστατικό. Και τότε έμαθα ότι τα αεροπλάνα που είχαν βομβαρδίσει εκείνο το κομμάτι της πόλης μας ήταν βρετανικά ! Επρόκειτο για ένα βομβαρδισμό που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη απώλεια σε αμάχους στη Χάγη στη διάρκεια του πολέμου. Σε μια ανώφελη προσπάθεια να δημιουργήσουν αμυντική περίμετρο κατά των εισβολέων, οι Βρετανοί είχαν αφανίσει την περιοχή και όσους κατοικούσαν εκεί. « Όταν μιλάει η μνήμη – Ολλανδία » Εμείς είχαμε συνηθίσει προ πολλού τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που είχαν ξεκινήσει από το 1940. Η Ρουέν, η πλησιέστερη μεγάλη πόλη, είχε καταστρα-φει σταδιακά από τις εμπρηστικές βόμβες που, κατά κανόνα, έπεφταν νύχτα. Οι Αμερικανοί έριχναν τις βόμβες τους από τόσο ψηλά ώστε σπανίως πετύχαιναν τον προκαθορισμένο στόχο τους –τις μεγάλες γέφυρες του Σηκουάνα η τους σιδηροδρομικούς σταθμούς– και ισοπέδωναν σχεδόν τα πάντα ολόγυρα. « Υπό γερμανική κατοχή – Οι άγριοι χειμώνες της Νορμανδίας » Οι συμμετέχοντες στην Αντίσταση, οι francs-tireurs, οι μακί, οι παρτιζάνοι του Georges Guingouin, « οι αντιστασιακοί της τελευταίας στιγμής », αναζητούσαν «συνεργάτες », « οπαδούς της κυβέρνησης του Βισύ», «μαυραγορίτες» για να πάρουν εκδίκηση. Ο αριθμός των αυθαίρετων συλλήψεων, των εκτελέσεων με συνοπτικές διαδικασίες, των φυλακισμένων γυναικών, των γυναικών που τους ξύριζαν το κεφάλι, των γυναικών που βιάζονταν με τον πιο κτηνώδη τρόπο, εξακολουθούσε να αυξάνεται. Στο πλαίσιο αυτής της « κάθαρσης », οι γυναίκες, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν τα εξιλαστήρια θύματα. Έπρεπε να πληρώσουν, όχι μόνο για τις δικές τους αμαρτίες αλλά και για τις αμαρτίες των αντρών. Αμαρτίες αναμφίβολα που αξίζει να συγχωρεθούν σε σύγκριση με όσα είχαν διαπράξει οι άντρες. « Αντίσταση – Μέσα στην “ελεύθερη ζώνη” της Γαλλίας »

Αξιολογήσεις (0)

Γράψτε μια αξιολόγηση

Παρακαλώ συνδεθείτε ή δημιουργήστε λογαριασμό για να αξιολογήσετε